Στις 27 Απριλίου του 1941, οι Γερμανοί
εισήλθαν στην Αθήνα (ήδη είχε πεθάνει ο Μεταξάς τον Ιανουάριο του 1941 και μέσα
στο χάος της ήττας ο επόμενος πρωθυπουργός Κορυζής αυτοκτόνησε).
Στις ημέρες της εισβολής, οι συνεδριάσεις στο Χρηματιστήριο διεξάγονταν μέσα
στην εναγώνια ατμόσφαιρα των πολεμικών ανταποκρίσεων από το μέτωπο και
διακόπτονταν από τους επανειλημμένους συναγερμούς, ώστε η συναλλακτική κίνηση
ήταν υποτυπώδης και οι συνεδριάσεις υποτονικές.
Ωστόσο, η νέα τάξη πραγμάτων στη χώρα επέβαλε ώστε οι κατακτητές να δαπανούν
τους πόρους της χώρας για τη συντήρησή τους, παράλληλα με τα μεγάλα χρηματικά
ποσά που αναγκάστηκε το κράτος να τους καταβάλει για τα έξοδά τους.
Όλη η παραγωγή, ο φυσικός πλούτος και τα αγαθά δεσμεύτηκαν από τους Γερμανούς.
Κάτω από την πίεση ενός καλπάζοντος πληθωρισμού εκμηδενίστηκαν τα εισοδήματα,
οι μισθοί και τα ημερομίσθια. Η εξαφάνιση των τροφίμων και η συνεπακόλουθη
πείνα που μάστιζε τη χώρα είχε ως άμεσο επακόλουθο την εμφάνιση της μαύρης
αγοράς.
Πείνα
13.12.41
Πείνα και αθλιότης στους δρόμους και στα σπίτια. Οι
άνθρωποι πρίζονται. Πεθαίνουν στους δρόμους. Οι Γερμανοί αφαιρούν το παν. Τα
τρόφιμα έχουν φτάσει σε δυσθεώρητα ύψη. Το θέαμα ανθρώπων αναίσθητων από την
πείνα στα πεζοδρόμια της Λεωφόρου Πανεπιστημίου είναι κάθε μέρα συχνότερο.
[...] Στο σταθμό μια γυναίκα πέφτει μπροστά μου σαν κεραυνόπληχτη. Την σηκώνουν, μαζεύεται
κόσμος και της δίνει λεφτά. Τι να τα κάνει;
(Ασημ. Πανσέληνος, Φύλλα Ημερολογίου (1941-1943), Αθήνα, Κέδρος, 1993, σ.
118-119)
Μεγάλες θλιβερές ουρές
"Οι ουρές είναι μεγάλες, είναι θλιβερές, με λυπημένους ανθρώπους που
ακολουθούν μια δική τους αυστηρή πειθαρχία κοπαδιού. [...] Η μητέρα προσφέρθηκε
να πάει στην ουρά του φούρνου. Έφυγα από το σπίτι στις εννιά το πρωί. Εκείνη
είχε ξυπνήσει από τις εξήμισι. Πίστευε πως θα ήταν με τους πρώτους. Βρήκε να
περιμένουν διακόσιοι άνθρωποι. Γύρισα στις εννιά το βράδυ κι ήταν ακόμα εκεί,
στην ίδια θέση περιμένοντας να φέρουν αλεύρι, να το ζυμώσουν, να το ψήσουν και
ν' αρχίσουν τη διανομή που είναι τριάντα δράμια στο άτομο. Τη σήκωσα και τη
βάσταξα για να γυρίσουμε σπίτι. Γι' αυτό αγόρασα το ψωμί απ' τον οδηγό. Τ'
αγοράζεις με μια χρυσή λίρα."
(Γιώργος Καράγιωργας, Οι τραγουδιστάδες της Λευτεριάς, αναφορά στο:
Χατζηπατέρα-Φαφαλιού, Μαρτυρίες 40-44, β' έκδοση, Αθήνα, Κέδρος, 1993, σ. 328)
Πεινώ
Κατοχή. Στις γωνιές των δρόμων οι
ντενεκέδες με τα σκουπίδια περιμένουν όχι το αυτοκίνητο ή μάλλον το κάρο να τους
αδειάσει. Περιμένουν τους πεινασμένους ανθρώπους να ψάξουν μέσα να βρουν κάτι
φαγώσιμο: λεμονόκουπα, φύλλα κρεμμυδιού...
Τα μπακάλικα άδεια. Το μόνο που βρίσκαμε ήταν μουστάρδα. Ο κυρ Βαγγέλης -ο
παντοπώλης μας- διερωτάται πώς αγοράζουμε όλο μουστάρδα... Μια μέρα του έλυσα
την απορία αυτή: "Σπουδαίο φαγητό" του λέω...
Επισκεφτείτε αυτή τη σελίδα για να διαβάσετε μαρτυρίες ανθρώπων για την Λιμοκτονία της Κατοχής